συμποσιαστικός
Смотреть что такое "συμποσιαστικός" в других словарях:
συμποσιαστικός — ή, όν, Μ [συμποσιαστής] αυτός που γίνεται ή λέγεται κατά τη διάρκεια συμποσίου … Dictionary of Greek
συμποσιαστικός — ή, όν, Μ [συμποσιαστής] αυτός που γίνεται ή λέγεται κατά τη διάρκεια συμποσίου … Dictionary of Greek