συμποσιαστικός

συμποσιαστικός
η , όν см. συμποσιακός 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συμποσιαστικός" в других словарях:

  • συμποσιαστικός — ή, όν, Μ [συμποσιαστής] αυτός που γίνεται ή λέγεται κατά τη διάρκεια συμποσίου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»